Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά Και το ραβδί ξερό ραβδί
ψηλή μου δεντρολιβανιά Άσπρο σταφύλι ροζακί
κι αρχή καλός μας χρόνος Χλώρα βλαστάρια πέτα
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος. άσπρη κόκκινη βιολέτα.
Αγιος Βασίλης έρχεται, Και απάνω στα βλαστάρια του
Άρχοντας τον κατέχεται, Κοιμάται με την μάνα του
από την Καισαρεία, Πουλάκια κεηλαδήσουν
συ’ σαι αρχόντισσα κυρία. Μάτια μου και τον ξυπνούσαν.
Βαστά εικόνα και χαρτί Οχι πουλάκια μοναχά
ζαχαροκάντιο, ζυμωτή Αλλά και Αηδόνια
χαρτί και καλαμάρι και κατεβαίνουν πέρδικες
δες και με-δες και με το παλικάρι. Γαρυφαλιές λεβέντησες
Και πίνουν και ανεβαίνουν
Το παλικάρι έγραφε και ροδόστομο κερένουν.
Βασίλο πως δε έρχεσαι,
Και πώς δε κατεβαίνεις Και ρένουν τον αφέντη μας,
Και δε μας σεντιχένεις. Τον μπέη τον λεβέντη μας
Τον πολυχρονεμένο
Από την μάνα σου έρχομαι και στον κόσμο ξακουσμένο.
το λόγο δεν το ντρέπομαι
και στο σχολειό μου πάω Σ’ αυτό το σπίτι πού ήρθαμε
δεν μου λες ήντα να κάνω. Πέτρα ,πέτρα να μην ραγίσει
Και ο νοικοκύρης και η κυρά
Κάτσε να φάς κάτσε να πιείς χίλια χρόνια να ζήσει.
Και αν με αγαπάς να μου το πεις
Κάτσε να τραγουδήσεις Και αν έχει γιό στα γράμματα
Και να μας καλοκαρδίσεις. και γιό εις το κοντίλη
να του ευχηθούμε όλοι μας
Και το ραβδί του κούμπισε διδάσκαλος να γίνει.
Και δεν μας ετραγούδισε
Να πει την άλφα βίτα Και αν έχει κόρη όμορφη
όσο Άγιος που ήταν. βαλ ‘ την να μας κεράσει
να της ευχηθούμε όλοι μας
να ζήσει να γεράσει.